Στο μάτι του κυκλώνα εξακολουθεί να βρίσκεται η Credit Suisse, καθώς παραμένουν οι ανησυχίες για ενδεχόμενα προβλήματα ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Η ελβετική τράπεζα ουκ ολίγες φορές έχει εμπλακεί σε σειρά σκανδάλων απάτης, ξεπλύματος χρήματος, λανθασμένων επενδυτικών επιλογών και κακοδιαχείρισης έως και κατασκοπείας εις βάρος των υπαλλήλων της.
Πέρυσι κατέγραψε ζημίες 1,6 δισ. ελβετικών φράγκων έναντι κερδών 2,7 δισ. το 2020, κυρίως λόγω των μεγάλων απωλειών που τις προκάλεσαν οι επενδύσεις στον αποτυχημένο χρηματοοικονομικό όμιλο αλυσίδας εφοδιασμού Greensill και στο hedge fund Archegos, ο ιδιοκτήτης του οποίου Μπιλ Χουάνγκ και τρία ακόμη στελέχη του διώκονται στις ΗΠΑ με κατηγορίες για εκβιασμό και απάτη.
Η μετοχή της ανακάμπτει τις τελευταίες ημέρες μετά το μαζικό ξεπούλημα, ωστόσο δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως ο επενδυτικός βραχίονας της ελβετικής τράπεζας έχει κρυφές υποχρεώσεις μεγάλου ύψους. Οι πιέσεις που καταγράφηκαν στη μετοχή, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της κεφαλαιοποίησης της Credit Suisse στα 10 δισ. ελβετικά φράγκα, όταν μέχρι το τέλος Μαρτίου του περασμένου έτους υπερέβαινε τα 30 δισ. ελβετικά φράγκα.
Και τα κακά μαντάτα για την ελβετική τράπεζα συνεχίζονται, καθώς η Goldman Sachs σε σχετική της ανάλυση εκτιμά ότι η Credit Suisse βρίσκεται αντιμέτωπη με μία «τρύπα» έως και 8 δισ. ελβετικών φράγκων (8 δισ. δολάρια) το 2024.
Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου εκτιμούν θεωρούν ότι θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, δεδομένης της ανάγκης αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων της τράπεζας σε μια περίοδο “ελάχιστης” δημιουργίας κεφαλαίων.«Η Credit Suisse συνεχίζει να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές προκλήσεις», σημειώνουν οι αναλυτές και διατηρούν τη σύσταση της «πώλησης» για τη μετοχή.
Ο προβληματισμός για την υγεία της ελβετικής τράπεζας, σε ό,τι αφορά στα επίπεδα κεφαλαίου και τη ρευστότητα έχουν προκαλέσει πλήγμα στις μετοχές της φέτος, με ορισμένους αναλυτές να επιμένουν πως απαιτείται αύξηση μετοχ …
Διαβάστε όλο το άρθρο από την πηγή