Ratchet & Clank: Rift Apart Review – Το δίδυμο καταφθάνει στο PS5

0
64

Νομίζω πως θα καταντήσω γραφικός, αν αναλύσω άλλη μια φορά το πόσο λατρεύω τη σειρά Ratchet & Clank. Για να μη μακρηγορώ, λοιπόν, θα αναφέρω απλά πως το δίδυμο αυτό στην κυριολεξία με μεγάλωσε, αφού ως πιτσιρικάς έχω αφιερώσει αναρίθμητες ώρες στις περιπέτειές του στο PS2. Αυτή η νοσταλγία και η αγάπη για τη σειρά, με κάνει χαρούμενο που τη βλέπω ξανά σε μια νέα γενιά κονσολών, με το PS5 και το Ratchet & Clank: Rift Apart, την ώρα που η Insomniac Games θα μπορούσε κάλλιστα να ασχολείται μόνο με τα sequels του εξαιρετικά επιτυχημένου Spider-Man.

Βρισκόμαστε ωστόσο στο ενδέκατο βασικό παιχνίδι του franchise -αν μετράω σωστά-, οπότε σίγουρα δεν είναι και το ευκολότερο εγχείρημα η δημιουργία ενός sequel που φέρνει νέα στοιχεία, τιμά τις ρίζες του και συγχρόνως καλύπτει και τις προσδοκίες που φέρνει το next-gen άλμα. Τα κατάφερε η ομολογουμένως φορμαρισμένη Insomniac; Η σύντομη απάντηση: Ένα διστακτικό ναι.

Ξεκινώντας με τα της ιστορίας, εδώ το Ratchet & Clank: Rift Apart είναι που παίρνει άριστα για εμένα. Μετά το re-imagining του πρώτου παιχνιδιού με το Ratchet & Clank του 2016, το Rift Apart πιάνει το νήμα ακριβώς από το σημείο που το άφησε το Into the Nexus το 2013. Ο Ratchet και ο Clank είναι πασίγνωστοι ήρωες, έχοντας σώσει τον γαλαξία αμέτρητες φορές. Το παιχνίδι ξεκινά, λοιπόν, με μια φαντασμαγορική εκδήλωση που είναι διοργανωμένη για να τιμήσει το δίδυμο, με τον Clank μάλιστα να θέλει να κάνει έκπληξη στον Ratchet πως κατάφερε να επισκευάσει το Dimensionator, ένα όπλο που μπορεί να ανοίξει πύλες σε άλλες διαστάσεις. Τα πράγματα δεν κυλούν ομαλά όμως, αφού ο συνήθης ύποπτος, ο Dr. Nefarious, παρεμβαίνει, καταστρέφοντας την εκδήλωση για να κλέψει το Dimensionator.

Κάπως έτσι, έπειτα από το φαντασμαγορικό εναρκτήριο set-piece, καταλήγουμε σε ένα παράλληλο σύμπαν που ο Nefarious έχει κερδίσει και εξουσιάζει. Ο Ratchet και ο Clank έχουν χωριστεί και στην εξίσωση μπαίνει και η Rivet, ένα μυστηριώδης Lombax που συναντά ο Clank. Η ανατροπή αυτή, ότι η δράση του παιχνιδιού λαμβάνει χώρα σε μια παράλληλη διάσταση, δίνει μια νέα πνοή στην αφήγηση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ξανά τα αντίστοιχα λατρεμένων χαρακτήρων από τη νέα αυτή διάσταση, να επισκεφτώ γνωστούς πλανήτες από τα προηγούμενα παιχνίδια που εδώ ήταν εντελώς διαφορετικοί, ενώ δεν έλειψαν και τα εξ ολοκλήρου νέα στοιχεία και οι εκπλήξεις. Είναι να σα να βιώνεις από την αρχή κάτι που αγαπάς, με σταθερές όπως το χιούμορ να μένουν ωστόσο ανεπηρέαστες.

Αυτό που με εντυπωσίασε με τους νέους χαρακτήρες και ειδικότερα με την Rivet είναι το βάθος και η εξέλιξή τους. Μέσα στις 13 περίπου ώρες που χρειάστηκα για να ολοκληρώσω το παιχνίδι, δέθηκα μαζί της. Είναι ένας χαρακτήρας με προβληματισμούς και αδυναμίες που κατά τη διάρκεια της περιπέτειας μαθαίνει και αλλάζει. Άξια συγχαρητήριων είναι και η Jennifer Hale που δανείζει τη φωνή της. Πρόκειται για την voice actress της θηλυκής εκδοχής του Shepard που αν και 56 ετών καταφέρνει να ακούγεται σαν έφηβη. Η ερμηνεία της είναι φανταστική και συγχρόνως η Insominac έχει κάνει φανταστική δουλειά και στην απόδοσή της στην οθόνη με τα animations, με τις εκφράσεις της Rivet στα cutscenes και όχι μόνο να βρίθουν από χαρακτήρα και χαριτωμένες λεπτομέρειες.

Δε θέλω να αποκαλύψω περισσότερα, γιατί ειδικά οι fans της σειράς πιστεύω πως αξίζει να ανακαλύψατε τις διαγαλαξιακές εκπλήξεις του παράλληλου αυτού σύμπαντος μόνοι σας.

Περνώντας τώρα στα του gameplay, το Rift Apart εν τέλει είναι ένα ακόμη Ratchet & Clank, με ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Θεωρώ πως η φόρμουλα του franchise είναι τρομερά διασκεδαστική αλλά και πλέον γνωστή, οπότε δε θα υπεραναλύσω στοιχεία που στους περισσότερους είναι ήδη οικεία. Γενικά, η Insominac φάνηκε καλά διαβασμένη, γνωρίζοντας πλέον τι αρέσει και τι όχι στον κόσμο και οικοδόμησε μια εμπειρία που έχει φανταστικό pacing. Κάθε στιγμή κάνεις κάτι διαφορετικό. Άλλοτε ασχολείσαι με το shooting, άλλοτε καβαλάς κάποιο περίεργο διαστημικό ζώο, άλλοτε αιωρείσαι με μεγάλη ταχύτητα με τα hover boots ή κάνεις grind σε κάποιο rail και άλλοτε λύνεις κάποιο γρίφο με τον Clank.

Στην ουσία του το παιχνίδι είναι πάρα πολύ κοντά στο Ratchet & Clank του 2016, πράγμα που σημαίνει στιβαρό shooting, το οποίο ενισχύεται και γίνεται πιο απολαυστικό από ποτέ χάρη στα προηγμένα χαρακτηριστικά του DualSense χειριστηρίου, ένα ρόστερ άλλοτε χιουμοριστικών, άλλοτε εντυπωσιακών και άλλοτε παραδοσιακών όπλων, διάφορα mini-games γρίφων και αποσπάσματα οδήγησης. Οι upgrade μηχανισμοί είναι επίσης παρμένοι από το προηγούμενο παιχνίδι, οπότε και πάλι επιστρέφει το Raritanium και τα ξεχωριστά ‘skill trees’ για το κάθε όπλο.

Το βασικό νέο στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στη συνταγή είναι τα Rifts. Εξαιτίας των απρόσεκτων κινήσεων του Dr.Nefarious,  ο χωροχρόνος αρχίζει να υποχωρεί, με πύλες να ανοίγουν σε διάφορα σημεία στους κόσμους που ταξιδεύουμε. Μέσα στους πλανήτες, λοιπόν, μπορούμε να συναντήσουμε δύο κατηγορίες από Rifts, κάποια που πατώντας το L1 μας τηλεμεταφέρουν στην πλατφόρμα που βρίσκονται και κάποια που οδηγούν σε προαιρετικές περιοχές.

Στην πρώτη περίπτωση, προσπερνώντας το φαντασμαγορικό εφέ της τηλεμεταφοράς, το gameplay δεν κερδίζει κάτι. Είναι πρακτικά κάτι σαν τις κουκίδες από τις οποίες μπορούσες να γαντζωθείς στα παλιότερα παιχνίδια. Μάλιστα, το γεγονός πως δεν προσφέρουν κανένα ρίσκο αποτυχίας, τα κάνει επιφανειακά platforming στοιχεία χωρίς βάθος. Η δεύτερη κατηγορία Rifts ανοίγει προαιρετικές περιοχές εξερεύνησης. Τα οπτικά εφέ που συνοδεύουν το άνοιγμα τους είναι και εδώ τρομερά εντυπωσιακά, αλλά όντας προαιρετικές περιοχές θα ήθελα να είναι λίγο μεγαλύτερης δυσκολίας και κλίμακας.

Αυτά όμως είναι μάλλον nitpicks. Από αυτό που περίμενα περισσότερα είναι η πολυδιαφισμένη στιγμιαία εναλλαγή των επιπέδων. Στο μυαλό μου είχα πως θα βλέπαμε κάτι σαν την Time-Travel πίστα του Titanfall 2, αλλά σε πιο εξελιγμένη μορφή. Τελικά συμβαίνει το αντίθετο και το επίπεδο της Respawn παραμένει αξεπέραστο. Αναλυτικότερα, οι στιγμιαίες εναλλαγές μεταξύ κόσμων είναι περιορισμένες σε μερικούς μόνο πλανήτες και δε γίνονται ανά πάσα στιγμή, αλλά μόνο από ορισμένα σημεία που υπάρχουν κάποιοι ειδικοί κρύσταλλοι. Αυτό ανοίγει κάπως τους ορίζοντες του level design, αλλά στην πράξη το παιχνίδι παραμένει εξαιρετικά ευθύγραμμο σε αυτούς τους κόσμους και η όλη η ιδέα καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με οπτικό εφέ, παρά με κάποια next-gen εξέλιξη.

Προσπερνώντας αυτά τα μικρά παράπονα, συνολικά το Ratchet & Clank: Rift Apart είναι μια φανταστική περιπέτεια που με κράτησε με το χαμόγελο στα χείλι για τις περίπου 10 ώρες που διαρκεί (για το 100% και όλες τις χρυσές βίδες χρειάστηκα 13 ώρες). Η δήλωση της Insomniac Games πριν την κυκλοφορία πως έχει πάρει κάθε πτυχή του franchise και την έχει πάει στο 11/10, νομίζω πως περιγράφει τέλεια το Rift Apart. Μου είναι πραγματικά πολύ εύκολο να προτείνω το παιχνίδι, το οποίο θεωρώ πως δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη κανενός PS5 κατόχου, ενώ σίγουρα είναι λόγος αγοράς PS5 για τους λάτρεις της σειράς.

Ναι, το σπουδαιότερο επίτευγμα του Rift Apart, αλλά και τον λόγο που δεν πρέπει να λείπει από καμία PS5 βιβλιοθήκη τον άφησα για το τέλος . Αναφέρομαι στο τεχνικό τομέα που δίχως καμία υπερβολή ρίχνει σαγόνια. Είναι σα να βλέπεις εν κινήσει μια ταινία της Pixar. Η Insomniac έχει επιμεληθεί και την τελευταία λεπτομέρεια σε αυτόν τον τομέα, δημιουργώντας έναν πανέμορφο καρτουνίστικο αλλά συγχρόνως ρεαλιστικό κόσμο που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί ποτέ στην οθόνη μου. Αρχικά, να διευκρινίσω πως το παιχνίδι έρχεται με τρία modes, τα Fidelity, Performance και Performance RT. Για το μεγαλύτερο διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, το μόνο διαθέσιμο mode ήταν το Fidelity των 30FPS, οπότε το πρώτο μου playthrough το έκανα με αυτό. Μετά από μια γρήγορη ματιά βέβαια και στα υπόλοιπα modes, δηλώνω εξίσου ικανοποιημένος, αφού η απόδοση μοιάζει κλειδωμένη στα 60FPS.

Γενικά δε ξέρω τι anti-aliasing μέθοδο χρησιμοποιεί το στούντιο, αλλά το οπτικό αποτέλεσμα είναι ένα από τα πιο ‘καθαρά 4K’ που έχω δει. Παράλληλα, τα particles effects είναι τρομερά πλούσια και σε συνδυασμό με την άψογη HDR υλοποίηση γεμίζουν φαντασμαγορικά την οθόνη. Όλα τα textures είναι πολύ υψηλής ανάλυσης, τα animations είναι λεπτομερέστατα και (με έντονο χαρακτήρα, αλλά και γρήγορη απόκριση), ενώ το ray-tracing κάνει όλες τις αντανακλάσεις να εντυπωσιάζουν… Πραγματικά δεν έχω να προσάψω ούτε ένα αρνητικό! Η όλη εμπειρία είναι συγχρόνως και εξαιρετικά polished, αφού το μοναδικό bug που συνάντησα έχει να κάνει με ένα Trophy που δεν μου ξεκλείδωσε, κάτι που σίγουρα θα λυθεί με επερχόμενο update. Μιλάμε για χάρμα οφθαλμών και το πρώτο παιχνίδι που προσωπικά θα έβγαζα για να δείξω σε κάποιον που θέλει να δει τις δυνατότητες του PS5.

Σε αυτό το σημείο θέλω να μιλήσω και λίγο πιο αναλυτικά για την ενσωμάτωση των DualSense χαρακτηριστικών που αισθητικά απογειώνουν το παιχνίδι, σε συνδυασμό με το οφθαλμόλουτρο που φτάνει στα μάτια σου. Συγκεκριμένα, η ομάδα εκμεταλλεύεται και την απτική ανάδρηση, αλλά και τα adaptive triggers. Όσον αφορά τη δόνηση, ο βηματισμός του εκάστοτε χαρακτήρα αποδίδεται πάνω στο χειριστήριο όπως στο Astro’s Playroom, αλλά με ελαφρώς πιο ήπια ένταση, ενώ και οτιδήποτε άλλο συμβαίνει στην οθόνη μεταφέρεται στο χειριστήριο επιτυχημένα, ειδικά όσον αφορά όπλα, συνεισφέροντας τα δέοντα στο immersion.

Ειδική μνεία αξίζει, όμως, η υλοποίηση των adaptive triggers. Πρακτικά όλα τα όπλα έχουν δύο modes. Η δεξιά σκανδάλη, λοιπόν, «κλειδώνει» κατά κάποιον τρόπο στη μέση και το βαθύ πάτημα σε αφήνει να ενεργοποιήσεις και το άλλο mode. Σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα έχω στο μυαλό μου το κλασσικό γάντι με τις βόμβες που υπάρχει σε κάθε Ratchet. Εδώ, το μισό πάτημα σου δείχνει την πορεία της βολής, χωρίς να χρειάζεται να κάνεις zoom με την αριστερή σκανδάλη. Αντίστοιχα, υπάρχει ένα όπλο που δημιουργεί μια ασπίδα που μαζεύει σφαίρες μπροστά σου αν έχεις τη σκανδάλη μέχρι τη μέση. Σε οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να σπάσεις την ασπίδα αυτή και να πετάξεις πίσω τις σφαίρες στους εχθρούς σου, με ένα άκρως εθιστικό βαθύ πάτημα που δίνει όντως την αίσθηση πως ‘σπας’ κάτι. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με όλα τα όπλα, ενώ και το ηχιάκι του DualSense χρησιμοποιείται για πολλά εφέ τους, κάνοντας σε να νομίζεις πως πράγματι τα έχεις στα χέρια σου. Το ευφάνταστο οπλοστάσιο των Ratchet ήταν πάντα ένα από τα δυνατά σημεία της σειράς για μένα προσωπικά, οπότε αυτή η φανταστική εμπειρία που προσφέρει το DualSense δίνει πολλούς ‘πόντους’!

Κλείνοντας με τα του ήχου, να αναφέρω ξανά πως τα voice-overs των χαρακτήρων είναι highlight, χρωματίζοντας την εμπειρία με τους κατάλληλους τόνους εκεί που πρέπει. Τα ‘φουτς’ του Dr.Nefarious, το χαρακτηριστικό γέλιο του Clank και η ηρωικά μπασάτη φωνή του Captain Qwark πλέον έχουν δίπλα τους και την εξαιρετική ερμηνεία της Rivet. Αναμενόμενα, τα ηχητικά εφέ έχουν τα ίδια υψηλά στάνταρ παραγωγής που χαρακτηρίζουν και τον οπτικό τομέα, συνοδεύοντας τέλεια την κάθε αλληλεπίδραση. Η μουσική από την άλλη κάνει απλά ΟΚ τη δουλειά της και δε μπορώ να πω πως ξεχώρισα ιδιαίτερα κάποιο κομμάτι του soundtrack.

Πηγή