Με οκτώ νέες ταινίες, χωρίς την μεγάλη πρεμιέρα, αλλά με αξιόλογα ονόματα και για ολα τα γούστα, μας υποδέχεται ο τελευταίος κινηματογραφικός μήνας αυτής της χρονιάς.
Την παράσταση κλέβει η πάντα εξαιρετική Cate Blanchett, στον Μανιφέστο της, με θέμα την σύγχρονη τέχνη και σε 13! διαφορετικούς ρόλους, ενω ο J.K. Simmons μαζί με το γιό του προσπαθούν να ξαναρχίσουν την ζωή τους στήν δραμεντί The Bachelors. Επίσης έχουμε το πολύ καλό βρετανικό δράμα με τις πολλές φεστιβαλικές διακρίσεις Lady Macbeth και το πολεμικό δράμα Thank you for your Service, σκηνοθετημένο από τον σεναριογράφο του American Sniper.
Η Ελίνα Ψύκου («Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά») κερδίζει το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα, με την ταινία της Ο Γιός της Σοφίας, η οποία μας γυρίζει στο καλοκαίρι του 2004 όταν ο 11χρονος Μίσα καταφθάνει από τη Ρωσία για να ζήσει με τη μητέρα του, Σοφία, μετά από ένα μεγάλο διάστημα αποχωρισμού. Το χαριτωμένο αρκουδάκι Paddington συνεχίζει να αναστατώνει το Λονδίνο, στο sequel της ομώνυμης ταινίας, ενω η συνέχεια της επιτυχημένης κωμωδίας Daddy’s Home, ενισχύεται με τους Mel Gibson και John Lithgow.
Κλείνουμε με το Ussak, το κοινωνικό δράμα του Κυριάκου Κατζουράκη με την Κάτια Γέρου.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τις νέες ταινίες της εβδομάδας:
Manifesto
Υπόθεση: Από τον φουτουρισμό και τον ντανταϊσμό μέχρι το Δόγμα 95 του Lars von Trier και τους Χρυσούς Κανόνες της Κινηματογράφησης του Jim Jarmusch, δεκατρία μανιφέστα με την μορφή μονόλογων από την Cate Blanchett αποτίνουν φόρο τιμής σε καλλιτεχνικά ρεύματα του 20ου αιώνα.
Άποψη: Μία ταινία – φόρος τιμής στις πιο ενθουσιώδεις καλλιτεχνικές δηλώσεις του 20ου αιώνα. Η Cate Blanchett, μία από τις καλύτερες ηθοποιούς του παγκόσμιου κινηματογράφου και του θεάτρου και ο Julian Rosefeldt ένας από τους κυριότερους σύγχρονους δημιουργούς με παρουσία στο Museum of Modern Art (MoMA) της Νέας Υόρκης και τη Saatchi Gallery του Λονδίνου, συμπράττουν σε έναν κινηματογραφικό διάλογο που εμπνέεται από τα μεγάλα καλλιτεχνικά μανιφέστα και κάνουν μία διερεύνηση στις επιδόσεις και τις πολιτικές επιπτώσεις αυτών των διακηρύξεων.
Η Cate Blanchett όχι σε έναν, αλλά σε 13 ρόλους, ερμηνεύει τα μεγάλα καλλιτεχνικά μανιφέστα: Φουτουρισμός, Ντανταϊσμός, Fluxus, Καταστασιασμός, Δόγμα 95 και άλλες αρχιτεκτονικές και καλλιτεχνικές διακηρύξεις, συνθέτοντας ένα μανιφέστο των μανιφέστων. Η βραβευμένη Αυστραλή ηθοποιός ενσαρκώνει μοναδικά 13 διαφορετικούς χαρακτήρες, μεταξύ των οποίων μία δασκάλα, μία παρουσιάστρια, μία εργάτρια, έναν άστεγο και μία ναρκομανή αναζητώντας τον ρόλο του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ταινία Μανιφέστο με την μορφή / μοντάζ, έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του 2017 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Σάντανς και είχαν παρουσιαστεί υπο μορφή της βίντεο – εγκατάστασης.
Το σαρωτικό one woman show της Blanchett σε δεκατρείς επιθετικά διαφορετικούς ρόλους γίνεται ο ιδανικός καμβάς πάνω στον οποίο ο Rosefeldt αποτυπώνει την ανατρεπτική πραγματεία του. Τα όρια και η ουσία της τέχνης, η ευθύνη του δημιουργού απέναντι στην κοινωνία καθώς και οι αντιλήψεις που διαμορφώνουν τη σύγχρονη κουλτούρα πρωτοστατούν σε ένα ατίθασο ιδεολογικό κολάζ και γίνεται η επιβεβαίωση τόσο της τεράστιας παρουσίας της Blanchett όσο και της αξιοπρέπειας, της ευφυΐας και της διάνοιας του Rosefeldt, που αξίζει το κάθε λεπτό της ταινίας! Μια αξιοσημείωτη εξερεύνηση των πολιτιστικών και κινηματογραφικών τρόπων και προσδοκιών.
3/5
The Bachelors
Υπόθεση: Μετά το θάνατο της συζύγου του, ο Μπιλ Πόντερ (J.K. Simmons) και ο 17χρονος γιος του Γουές (Josh Wiggins), μετακομίζουν από την μικρή τους πόλη στην μεγαλούπολη, σε μια προσπάθεια να κάνουν μια νέα αρχή. Καθώς οι δυο τους προσπαθούν να προσαρμοστούν στην νέα τους ζωή, και να βρουν τρόπους να κλείσουν τις πληγές τους, θα γνωρίσουν δυο ξεχωριστές γυναίκες που θα τους βοηθήσουν να αγκαλιάσουν και πάλι την ζωή.
Άποψη: Στήν δεύτερη, μόλις, σκηνοθετική του δουλειά και σε ενα σενάριο δικό του (το οποιο και πάλευε εννέα ολόκληρα χρόνια), ο Kurt Voelker (σενάριο Sweet November), κάνει μια φιλότιμη κινηματογραφική προσπάθεια εξερεύνησης της θλίψης, της μοναξιάς και της απόγνωσης μέσα από τα μάτια δυο ανδρών που έχασαν την σημαντικότερη γυναίκα της ζωής τους, μια ιστορία που με διαφορετικές παραλλαγές και συνθήκες μπορούμε να ταυτιστούμε όλοι μας.
Όχι μόνο για έναν, αλλά για πολλούς λόγους. Η σχέση πατέρα-γιου τροφοδοτεί πολύ καιρό τον κινηματογράφο με σενάρια που ασχολούνται με την τεράστια, αλλά ελάχιστα συζητημένη επίπτωση που μπορεί να έχει η κατάθλιψη στη ζωή ενός ανθρώπου. Ταυτόχρονα με την κατάθλιψη, μέσω αυτής της ταινίας, ο Voelker επικεντώνεται και σε άλλα θέματα εξίσου συναισθηματικά, όπως το βάρος που πέφτει στις πλάτες εκείνων που ζουν δίπλα σε αυτούς που βιώνουν την κατάθλιψη, τον βαθύ αντίκτυπο που έχουν οι δυο γυναίκες της ιστορίας μας Λέισι (Odeya Rush) και Καρίν (Julie Delpy) στη ζωή των δυο ανδρών, οι οποίες δείχνουν τη λεπτεπίλεπτη ομορφιά της ώριμης, αλλά και της εφηβικής αγάπης. Μέσω των αφηγήσεων του Μπιλ και του Γουές ο Voelker εξερευνεί όλους αυτούς τους κόσμους με μια δοσολογία δράματος και χιούμορ ειλικρινές και οικείο, στοιχεία που έχουμε ξανασυναντήσει στίς ταινίες των Rob Reiner και John Hughes.
Ολα αυτά όμως χάνουν την “αίγλη” τους μετά το μισό της ταινίας, όταν οι “ναυαγοί” της ταινίας, Μπιλ, Γουές, Λέισι και Καρίν, τελικά τα καταφέρνουν, αλλά με μια (ολίγον) εκβιαστική σεναριακά κατάληξη, επειδή δένουν μαζί τις σχεδίες τους, βρίσκοντας περισσότερη δύναμη στην «αυτοσχέδια» οικογένειά τους, απ’ όση μπορούσαν να βρουν ποτέ ως μεμονωμένα άτομα, με αποτέλεσμα ενα κοινότυπο και κλισαρισμένο happy-end. Τα καλύτερα στοιχεία της εντοπίζονται στον πολύ καλό J.K. Simmons και τον εκφραστικότατο Josh Wiggins. Η άνιση σχέση γονέα παιδιού (με τους ρόλους συχνά να αντιστρέφονται) είναι το highlight της ταινίας και μπορεί να μας κάνει να ξεχάσουμε κάποια απο τα αδύναμα σημεία της.
3/5
Son of Sofia
Υπόθεση: Το καλοκαίρι του 2004, ο 11χρονος Μίσα φτάνει από τη Ρωσία στην Ελλάδα για να ζήσει με τη μητέρα του, Σοφία, μετά από ένα μεγάλο διάστημα αποχωρισμού. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι στην Αθήνα τον περιμένει ένας νέος πατέρας. Όσο η Ελλάδα ζει το Ολυμπιακό της όνειρο, ο Μίσα, αποκομμένος από το φυσικό του περιβάλλον και κάτοικος πλέον μιας άγνωστης για αυτόν χώρας, θα απογειωθεί βίαια προς τον ενήλικο κόσμο με όχημα τη σκοτεινή πλευρά των αγαπημένων του παραμυθιών.
Άποψη: Η νεαρή σκηνοθέτης, τέσσερα χρόνια μετά το πρωτότυπο ντεμπούτο της, με την ταινία Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά, δημιουργεί ένα στιβαρό οικογενειακό δράμα με κρυφούς συμβολισμούς και αλληγορίες, για να περιγράψει ουσιαστικά το πέρασμα στον κόσμο των ενηλίκων, σε έναν αυστηρά οριοθετημένο όσο και βίαια μεταβαλλόμενο κόσμο όπου η φαντασία μοιάζει το τελευταίο καταφύγιο.
O Γιος της Σοφίας, είναι μια ιστορία για το πώς η ανικανότητα έκφρασης της αγάπης, η ανικανότητα αποδοχής της ή η παντελής έλλειψή της μπορεί να μετουσιωθεί σε βία. Βία φυσική και βία συμβολική. Μια ιστορία για τον “βίαιο” τρόπο που μεγαλώνει ενα παιδί, για τον τρόπο που η μαμά-πατρίδα εκπαιδεύει τους αυριανούς πολίτες της, μια ιστορία για τη βία που υπόκειται ένα ψάρι που το βγάζουν από τη γυάλα του, για την κρυφή βία της οικογενειακής αγάπης, για την διαμόρφωση ταυτότητας, εθνικής, σεξουαλικής, θρησκευτικής, γλωσσικής, πολιτικής. Το ιστορικο-κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία είναι το καλοκαίρι του 2004, το καλοκαίρι που στην Αθήνα εκτυλίχθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Μια στιγμή που σηματοδοτεί το ζενίθ της κοινωνικο-οικονομικής ανύψωσης της Ελλάδας και άρα – ιστορικά πια κρίνοντας την – η στιγμή που συμβολικά ορίζει το τέλος της εθνικής μας αθωότητας με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν του τέλους της αθωότητας του 11χρονου γιού της Σοφίας. Στο τέλος της ταινίας τίποτα δεν θα είναι πια ίδιο. Ούτε για την Ελλάδα, ούτε για τον Μίσα.
Σε συνδυασμό με την προσεκτικά επιλεγμένη σκηνογραφία και ένα ιδιοσυγκρασιακό soundtrack με νανουρίσματα (ύμνος στήν ταινία γίνεται το νικητήριο τραγούδι της Ρουσλάνας στήν Eurovision), η σκηνοθετική προσέγγιση ασκεί μια παράξενη, μελαγχολική γοητεία, καθώς ο “Γιός της Σοφίας” παίρνει τη μία αναπάντεχη αριστερή στροφή μετά την άλλη, οδηγώντας μας σε ένα φινάλε που οδηγεί, κυριολεκτικά, τα πράγματα στον… ουρανό. Μπορεί να φαντάζει περισσότερο σαν ένα όνειρο παιδικού άγχους που προσπαθείς να θυμηθείς παρά σαν μια διαυγή αποτύπωση της διαδικασίας του να μεγαλώνεις σε έναν ξένο τόπο, αλλά σε κάθε περίπτωση η ταινία της Ψύκου δεν παύει να είναι τίποτα λιγότερο από μοναδική.
3/5
Lady Macbeth
Υπόθεση: Αγγλική εξοχή, 1865. Η Κάθριν είναι παγιδευμένη σε έναν γάμο χωρίς αγάπη, με έναν αυταρχικό άνδρα, ο οποίος έχει τα διπλά της χρόνια. Η σκληρή οικογένειά του δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την καθημερινότητά της. Όταν ξεκινά μια παθιασμένη σχέση με έναν νεαρό εργάτη του κτήματος του συζύγου της, μια δύναμη απελευθερώνεται μέσα της, τόσο ισχυρή, ώστε τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει μέχρι να κατακτήσει αυτό που θέλει.
Άποψη: Η κεντρική ηρωίδα της ρώσικης νουβέλας «Lady Macbeth of the Mtsensk District» (1865), του Nikolai Leskov, που ενέπνευσε τον Βρετανό σκηνοθέτη William Oldroyd και μεταμορφώθηκε τελικά στο -τουλάχιστον αξιοπρόσεχτο- κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Πρόκειται για μια ταινία απλή αλλά και σύνθετη, με ιστορία γραμμική και προφανή σαν σκοτεινού παραμυθιού όπου με τον τρόπο της μας μεταφέρει στην Bορειοανατολική Αγγλία με μινιμαλιστική διάθεση, υπογράφοντας μια ταινία απίστευτης κινηματογραφικής ομορφιάς, που θίγει θέματα καταπίεσης, συντηρητισμού και προκαταλήψεων.
Η ταινία δεν βασίζεται στον εικονικό χαρακτήρα του Σαίξπηρ αλλά στη ρωσική μυθιστοριογραφία του Nikolai Leskov, η οποία αντιμετώπισε τους τρόπους με τους οποίους το γυναικείο πνεύμα “πνιγόταν” τον 19ο αιώνα, ιδιαίτερα στις αγροτικές κοινότητες. Όταν βλέπουμε για πρώτη φορά την Katherine, είναι η ημέρα του “γάμου” της το 1865, μια γυναίκα που ουσιαστικά πουλήθηκε ως κτήμα σε έναν πλούσιο γαιοκτήμονα, ο οποίος από την πρώτη νύχτα του γάμου τους την αντιμετωπίζει ως αντικείμενο. Ο σύζυγος και στη συνέχεια ο σκληρός πατέρας του την εξευτελίζουν διαρκώς, στερώντας της το δικαίωμα να είναι άνθρωπος. Εκείνη συνάπτει παράνομη σχέση με έναν νεαρό εργάτη, όχι τόσο επειδή τον ερωτεύεται, αλλά κυρίως ως διέξοδο στις ταπεινώσεις που υφίσταται. Και είναι αυτή η αρχική σκηνή, όπου ο Oldroyd θέτει αποτελεσματικά τον τόνο για την επικρατούσα αυστηρότητα της ταινίας.
Η πλοκή μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά οι ερμηνείες είναι συγκλονιστικές, χωρίς τη δραματική υπερβολή που διακρίνει της μεγάλες παραγωγές στην κατηγορία των δραμάτων εποχής. Τίποτα δεν έχει να ζηλέψει η ταινία από εκείνες, κι ας γυρίστηκε μόνο με 650.000 λίρες.
Ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της ταινίας, βέβαια, προέρχεται από την ζεστή ερμηνεία της Florence Pugh, μια πραγματική αποκάλυψη με τον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να διατηρήσει την κατάσταση του χαρακτήρα της ως μια παράξενη συμπαθητική φιγούρα, ακόμα και όταν διαπράττει όλο και πιο φρικτές πράξεις. Κάνει τα πάντα στο όνομα της απελευθέρωσης, αλλά αυτή η ελευθερία τελικά έρχεται με βαρύ τίμημα.
Αν και η ιστορία είναι για την Katherine, η ταινία παραμένει προσεκτική ως το προς να απεικονίσει τις ευρύτερες συνέπειες των ενεργειών της, κανοντάς το έτσι κάτι πραπάνω απο μια πολύ απλή αφήγηση μιας κακοποιημένης νύφης που ανατρέπει τους πατριαρχικούς βασανιστές της.
Αυτό που βρήκα πιο συναρπαστικό για την Lady Macbeth, είναι οτι ο Oldroyd έχει μια προφανή συμπάθεια για το θέμα του, ενδιαφέρεται να προσπαθήσει να καταλάβει ένα παλαιό σύστημα τάξεων που υποστήριζε τόσο πολύ βία, κακοποίηση και καταπίεση, για τόσο πολύ καιρό. Η ταινία του Oldroyd προσδοκά την τραγωδία από την αρχή και την ακολουθεί σε ένα συναρπαστικό (αν και τρομακτικό) συμπέρασμα, κάτι που κάνει τη Lady Macbeth μία από τις εκπληκτικές ταινίες του έτους.
3/5
Daddy’s Home 2
Υπόθεση: Το 2015 ο Will Ferrell είχε να αντιμετωπίσει την επιστροφή του πατέρα των παιδιών της γυναίκας του, Mark Wahlberg. Το αποτέλεσμα της συνύπαρξης αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων χαρακτήρων ήταν μια ιδιαίτερη σχέση που άλλαξε και τους δυο. Δύο χρόνια μετά, ο Sean Anders σκηνοθετεί και πάλι το ίδιο δίδυμο, αυτή τη φορά στο πνεύμα των Χριστουγέννων. Οι δύο πατεράδες βρίσκουν τις ισορροπίες τους και μοιράζουν τους ρόλους τους ώστε οι οικογένειές του να συνυπάρχουν αρμονικά. Όταν όμως καταφθάνουν για τις διακοπές των Χριστουγέννων οι δικοί τους μπαμπάδες, η ευτυχία τους θα γκρεμιστεί και η δυνατή τους φιλία θα δοκιμαστεί. Ο ένας παππούς, γυναικάς και σκληροτράχηλος, ανάβει φωτιές, ενώ ο άλλος φλυαρεί ασταμάτητα και προσπαθεί να βρίσκει λύσεις σε όλα τα προβλήματα των άλλων, ξεχνώντας τα δικά του.
Άποψη: Κλισαρισμένη κωμωδία, η οποία και μας βάζει απο νωρίς στο πνεύμα των γιορτών ακολουθώντας την παραδοσιακή κινηματογραφική χριστουγεννιάτικη συνταγή. H feelgood διάθεση είναι εμφανής, τα κλισέ φυσικά δίνουν και παίρνουν και αυτό είναι κατανοητό και σίγουρα το περιμένει κάποιος, ωστόσο το θέμα είναι πως διαχειρίζεται το υλικό ο σκηνοθέτης και σίγουρα μπορούσε να είναι πιο αστεία σε κάποια σημεία. Το θέμα “κάπως” ισορροπείται με τις προσθήκες των Mel Gibson και John Lithgow, όπου ο πρώτος διασκεδάζει πολύ με τον ρόλο του παππού, με τον Lithgow όμως να κλέβει την παράσταση και αυτό γίνεται γιατί δημιουργεί τον πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα σε μια ταινία χαμηλών επιδόσεων.
1,5/5
Thank you for your Service
Υπόθεση: Μια ομάδα Αμερικανών στρατιωτών επαναπατρίζεται μετά από μια σκληρή περίοδο στο Ιράκ, έχοντας βιώσει εξαιρετικά αντίξοες καταστάσεις στην εμπόλεμη ζώνη. Η επιστροφή τους φαντάζει ως το οριστικό τέλος στη βαρβαρότητα που έζησαν και η αγκαλιά των αγαπημένων προσώπων τους είναι αυτό που κυρίως επιθυμούσαν. Όμως η επανένταξή τους θα αποδειχτεί μια αρκετά σύνθετη διαδικασία. Η προσπάθεια της πραγματικής επιστροφής στην καθημερινή ζωή ξεκινάει μόλις πατήσουν το πόδι τους στην πατρίδα, όπου πρέπει να δώσουν ακόμα μια «μάχη», αυτή τη φορά για να αποβάλλουν τις μνήμες του σκληρού πολέμου, που βασανίζουν επίμονα το μυαλό τους.
Άποψη: Αντιπολεμικό δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του βραβευμένου με Πούλιτζερ δημοσιογράφου David Finkel, που πραγματεύεται με διδακτικό, αλλά εύπεπτο τρόπο το τραύμα του πολέμου.
Η ταινία διαθέτει έναν κάποιο ρυθμό, μια στρωτή πλοκή που, σε συνδυασμό με τα φλας μπακ, ξετυλίγεται ομαλά και περνά και κάποια μηνύματα, ως κριτική, για τον πόλεμο και το σύστημα υγείας της χώρας που δεν μπορεί πλέον να στηρίξει τα “παιδιά” της. Κατά τα άλλα, ο Jason Hall προσπαθεί να μην υποκύψει στην παγίδα του πατριωτισμού, όμως συχνά επαναλαμβάνεται και τελικά δεν καταφέρνει να γλιτώσει την αυτοαναφορικότητα, αλλά πιθανότατα επίτηδες και απο επιλογή. Ισως πράττει και σωστά, καθώς το να εισβάλλουν οι αμερικανοί σε διάφορες χώρες ανα τον κόσμο, να τα κανουν όλα γης μαδιάμ και μετά να γυρνούν ταινίες τύπου “εντάξει ίσως κάναμε και μερικά λάθη” απο το Βιετνάμ και μετά, εξελίσσεται σε φαρσοκωμωδία.
Στο σύνολο της η ταινία πάντως δεν απογοητεύει και ένας απο τούς βασικούς λόγους είναι ο Miles Teller, ο οποίος δίνει μια μεστή ερμηνεία και σε καθηλώνει.
2,5/5
USSAK
Στο άμεσο μέλλον, σε μια χώρα που στροβιλίζεται στη ζοφερή δίνη της κρίσης, οι δρόμοι φέρνουν κοντά μια περιπλανώμενη περφόρμερ, μια αινιγματική γυναίκα, έναν πρώην καλλιτέχνη drag queen και έναν απογοητευμένο, πολιτικά συνειδητοποιημένο ακτιβιστή.
Η νέα ταινία του Κυριάκου Κατζουράκη περιγράφει το περιθώριο της ελληνικής κρίσης, αναζητώντας διέξοδο στην ουτοπία.
Σε ένα ζοφερό , αλλά όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η χώρα κατεστραμμένη και σε απόλυτη παρακμή κυβερνάται από καιροσκόπους επενδυτές και φασιστοειδή. Άνθρωποι εξαθλιωμένοι περιφέρονται στους σκοτεινούς δρόμους μιας εφιαλτικής πρωτεύουσας, προσπαθώντας να διασώσουν την αξιοπρέπειά τους και να αντισταθούν.
Paddington 2
Ο πιο διάσημος αρκούδος του κόσμου επιστρέφει με νέες περιπέτειες.
Η πολυαναμενόμενη συνέχεια του πιο επιτυχημένου, μη αμερικανικού, οικογενειακού φιλμ όλων των εποχών βρίσκει τον Πάντινγκτον ευτυχισμένο στο σπίτι της οικογένειας Μπράουν στο Λονδίνο, όπου έχει γίνει δημοφιλές μέλος της τοπικής κοινότητας, μοιράζοντας τριγύρω χαρά και μαρμελάδα. Όσο ψάχνει το τέλειο δώρο για τα εκατοστά γενέθλια της πολυαγαπημένης θείας του Λούσι, ο αγαπημένος αρκούδος βλέπει ένα μοναδικό pop-up βιβλίο και ξεκινά μία σειρά από μικροδουλειές ώστε να μπορέσει να το αγοράσει. Όταν το βιβλίο κλαπεί, μόνο οι Μπράουν και ο Πάντινγκτον μπορούν να ανακαλύψουν τον ένοχο, ο οποίος φαίνεται να είναι άσος στις μεταμφιέσεις.
Υποδειγματικά φτιαγμένη κωμική περιπέτεια με target group από 1 έως 101 ετών, η οποία δεν χάνει ποτέ το χιούμορ της και με μερικές πολύ ωραίες σκηνές δράσης κατάλληλα ισορροπημένες γίνεται καθαρή διασκέδαση. Αυθεντικό βρετανικό φλέγμα με απολαυστικές σλάπστικ βινιέτες και κορυφαίο κάστινγκ σου εξασφαλίζουν ένα κινηματογραφικό ταξίδι σκέτο μέλι για το ακαταμάχητο αρκούδι.
Ο Αρκούδος Πάντινγκτον συστήθηκε στα παιδιά για πρώτη φορά μέσα από το βιβλίο του Μάικλ Μποντ «Ένα Αρκουδάκι που το Λένε Πάντινγκτον» το 1958. «Η Καλύτερη Στιγμή του Πάντινγκτον», το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα, ο οποίος απεβίωσε τον περασμένο Ιούνιο σε ηλικία 91 ετών, κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2017. Μεταξύ αυτών των δύο μνημειωδών ημερομηνιών, ο Μποντ έγραψε πάνω από είκοσι βιβλία με πρωταγωνιστή τον αρκούδο με το μάλλινο παλτό και την αγάπη για τα σάντουιτς με μαρμελάδα, τα οποία συνολικά έχουν πουλήσει πάνω από 35 εκατομμύρια αντίτυπα και έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να εμφανιστεί ο Πάντινγκτον στη μεγάλη οθόνη, μετά από πολλές εμφανίσεις του στην τηλεόραση, ανάμεσα στις όποιες και η πολυαγαπημένη βρετανική σειρά 56 επεισοδίων που ξεκίνησε να προβάλλεται το 1975, σχεδιασμένη από τον πρωτοπόρο του stop-motion animation, Άιβορ Γουντ και με τη χαρακτηριστική αφήγηση του Σερ Μάικλ Χόρντερν.
Όταν ήρθε η πρώτη ταινία, κατέκτησε το κοινό με τη ζεστασιά της και το ανάλαφρο χιούμορ της. Προτάθηκε για πολλά βραβεία BAFTA, κέρδισε Βραβείο Καλύτερης Κωμωδίας στα Empire Awards του 2015 και απέφερε πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, με αποτέλεσμα σήμερα πια να θεωρείται κλασική.