The Dark Pictures Anthology: Little Hope Review – Μια κλασική ιστορία τρόμου που εκπλήσσει ευχάριστα

0
60

Ως fan του είδους, μπορώ να πω πως λίγα πράγματα πλέον μου προκαλούν έκπληξη στο horror genre. Η αλήθεια είναι πως η δική μου «κατάρα» έχει να κάνει με το να προβλέπω νωρίς που το πάει το σενάριο και τι κατάληξη θα έχει. Οφείλω να ομολογήσω όμως, πως αυτό που συνέβη με το The Dark Pictures Anthology: Little Hope δεν το είδα να έρχεται… Το 2016 η Supermassive Games μάς είχε αιφνιδιάσει ευχάριστα με το Until Dawn, παραδίδοντας μια ενδιαφέρουσα interactive horror περιπέτεια επηρεασμένη από κλασικές ταινίες τρόμου, εστιάζοντας σε γνώριμο υλικό με το οποίο οι περισσότεροι μεγαλώσαμε. Πέρσι το καλοκαίρι, το στούντιο διατήρησε την ίδια πλεύση, αλλάζοντας αυτή τη φορά ρότα με μια ανθολογία τρόμου αυτοτελών επεισοδίων που αντλεί έμπνευση από δημοφιλείς cult ταινίες του είδους και γνωστές αντίστοιχες λογοτεχνικές ανθολογίες πατέρων της κατηγορίας, παραπέμποντας σε πρότυπα δημοφιλών σειρών, όπως το The Twilight Zone και Tales from the Crypt.

Στόχος της ομάδας με το The Dark Pictures Anthology, είναι να προσφέρει μια διαδραστική κινηματογραφική εμπειρία που θα διασκεδάσει και θα τρομάξει τους παίκτες, εξερευνώντας παράλληλα διάφορες πτυχές και υποκατηγορίες του genre, όπως γνωστούς αστικούς μύθους και τρομακτικές ιστορίες που οι fans λατρεύουν και είναι εξοικειωμένοι. Το σίγουρο είναι ότι η Supermassive Games είναι μια πολύ διαβασμένη ομάδα και το υλικό που δημιουργεί είναι φτιαγμένο από horror fans για horror fans, που λίγο πολύ κουβαλά μεν αδυναμίες και φθηνές τακτικές της σύγχρονης pop-horror κουλτούρας, καταφέρνοντας όμως με έναν μαγικό τρόπο παράλληλα να διασκεδάσει και να διατηρήσει τη γοητεία του. Το περσινό Man of Medan σε καμιά περίπτωση δεν αποσκοπούσε στο να ανακαλύψει τον τροχό, ούτε να εμβαθύνει στους χαρακτήρες με μια αμιγώς narrative hardcore περιπέτεια τρόμου. Μπορεί σαν ιστορία και σαν αίσθηση να μην έφτανε το Until Dawn, όμως γι’ αυτό που το παιχνίδι και κατ’ επέκταση η σειρά πρεσβεύει, το αποτέλεσμα για κάποιον τουλάχιστον που ήξερε τι να περιμένει, ήταν αξιοπρεπές.  

Το Little Hope αλλάζει, λοιπόν, περιβάλλον και πρωταγωνιστές, έχοντας ως κεντρική θεματολογία το κυνήγι μαγισσών, την απληστία, την παράνοια και τον φόβο προς το Θεό που πριν μερικούς αιώνες οδήγησε τους ανθρώπους και τις μικρές κοινωνίες όπως εκείνη του Σάλεμ σε βίαιες πράξεις, παράλογες καταδίκες και στον σκοταδισμό. Το παιχνίδι το οποίο -σύμφωνα με τους δημιουργούς του- είναι επηρεασμένο από κλασικές cult ταινίες όπως τα The Witch, The Blair Witch Project, Hellraiser, It Follows και The Omen, τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή καλύπτοντας δυο χρονοδιαγράμματα. Η αφήγησή του μετακινείται συνεχώς στο παρόν και 300 χρόνια το παρελθόν, προσθέτοντας  περισσότερα υπερφυσικά στοιχεία σε σχέση με τον προκάτοχό του. Στόχος τους είναι οι παίκτες να εξερευνήσουν τις ρίζες του κακού που έχει στοιχειώσει τη πόλη-φάντασμα, να εξιχνιάσουν το μυστήριο και φυσικά να καταφέρουν να βγουν ζωντανοί.

Το παιχνίδι τοποθετείται στη μικρή φανταστική πόλη Little Hope της Νέας Αγγλίας των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία το 1692 (ως άλλο Σάλεμ) έμεινε στην ιστορία, για το παράλογο κυνήγι μαγισσών και τις φρικτές εκτελέσεις των κατηγορουμένων. Η πλοκή ακολουθεί την ιστορία τεσσάρων φοιτητών και των καθηγητών τους, καθώς μετά από ένα ατύχημα με το σχολικό λεωφορείο εγκλωβίζονται στους έρημους δρόμους της καταραμένης πόλης. Ωστόσο κάτι παράξενο συμβαίνει. Μια μη φυσιολογική ομίχλη τους αποκόπτει από τον υπόλοιπο κόσμο, ρίχνοντας στο κενό οποιαδήποτε προσπάθεια εξόδου από αυτή. Χωρίς σήμα στο κινητό τους, οι Andrew, Daniel, Taylor και οι δυο καθηγητές τους Angela και John, αποφασίζουν να προχωρήσουν προς το κέντρο της πόλης με την ελπίδα να βρουν βοήθεια.

Καθώς η ομάδα εξερευνά τα σοκάκια, αρχίζουν να λαμβάνουν μέρος ανεξήγητα γεγονότα υπό την μορφή οραμάτων, τα οποία τους κάνουν μάρτυρες σε γεγονότα που έχουν ήδη προηγηθεί. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς οι άποικοι που βρήκαν φρικτό θάνατο μοιάζουν ακριβώς όπως οι ίδιοι. Ο συνδετικός κρίκος σε όλο αυτό τον παραλογισμό φαίνεται να είναι η μικρή Mary. Ένα κοριτσάκι, που ο ρόλος της, όπως και τα κίνητρά της ίσως να μην είναι τόσο αθώα όσο δείχνουν… Κάτι σας θυμίζει έτσι; Ωστόσο θα πρότεινα να βγάλετε από το μυαλό σας το Silent Hill, καθώς οποιαδήποτε σύγκριση μαζί του θα ήταν άδικη για το πόνημα της Supermassive Games.

Όπως και το Man of Medan, το σενάριο του Little Hope παραμένει απλοϊκό  χωρίς να διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Η προσέγγιση στους χαρακτήρες είναι για ακόμα μια φορά επιφανειακή όσο αφορά τους διαλόγους, ενώ οι cringe σκηνές που συναντάμε σε όλες τις teen-horror ταινίες, όπως για παράδειγμα άκυρα «αστειάκια» ή σκηνές που κάθεται ένα ζευγάρι αμέσως μετά από κυνηγητό να μιλά για τη σχέση του με φιλιά και «αγαπούλες» χωρίς να συμβαίνει τίποτα, κάνουν την εμφάνισή τους πιο έντονα από ποτέ. Δεν σας κρύβω πως το παιχνίδι αρχικά δε μου άρεσε καθόλου. Χιλιοχρησιμοποιημένες «μπού» τακτικές, προβλέψιμα σκηνοθετικά τερτίπια, πολλά και απαράδεκτα φθηνά jump scares που δεν προσφέρουν τίποτα στην ατμόσφαιρα και τους χαρακτήρες, όπως επίσης και οι επιλογές των χαρακτήρων που δείχνουν να έχουν τόσο IQ όσο ένα νήπιο, με απογοήτευσαν πολύ. Πραγματικά το παιχνίδι μέχρι τη μέση με είχε νευριάσει τόσο πολύ, που χωρίς υπερβολές κατέβαλλα υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μπω στο κλίμα και να το απολαύσω.

Ένιωθα ότι είχα να κάνω με ένα προϊόν που όχι μόνο δεν απευθύνονταν στους λάτρεις του πραγματικού horror, αλλά ούτε καν σε ενήλικες. Θα ήταν άδικο να πω ότι δεν είχε ωραία ατμόσφαιρα ή ότι η πλοκή δεν είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ίσα-ίσα, αυτά ήταν τα στοιχεία που με κράτησαν. Όταν όμως έρχεσαι αντιμέτωπος με τόσα cringe σκηνικά, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι ή να τα αποδεχτείς και να συνεχίσεις ή να το κλείσεις και να πας για άλλα. Έχει τύχει να δεις παρόλα αυτά κάποια ταινία που ενώ μέχρι τη μέση την έχεις για μέτρια, ξαφνικά να γίνεται κάτι προς το φινάλε ανεβαίνοντας στα μάτια σου; Ε, αυτό ακριβώς μου συνέβη και στο Little Hope.

Εννοείται πως δεν θα επεκταθώ περαιτέρω για να μη σας προϊδεάσω, αλλά πραγματικά, παρόλο που κάτι τέτοια τα μυρίζομαι νωρίς, την ανατροπή στο φινάλε καθώς και ποια τελικά ήταν εξ αρχής η πρόθεση των δημιουργών δεν τα είδα να’ ρχονται. Θα μου πεις από ένα φινάλε άλλαξε όλη η οπτική σου; Μιλώντας καθαρά πάνω στον τομέα της αφήγησης, ναι. Γιατί; Γιατί πολύ εύστοχα κατάφερε να συνδέσει όλα τα γεγονότα μεταξύ τους με έναν αναπάντεχα σοκαριστικό τρόπο. Πρωτίστως, έκανε απόλυτα νόημα με όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν (κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή σου έδινε την εντύπωση του «ότι να’ ναι»), αφήνοντας κατ’ επέκταση χώρο στο μυστήριο ώστε να συνεχίσει να πλανάται, δείχνοντας ένα εντυπωσιακά πιο ανθρώπινο και ώριμο σε σχέση με την εισαγωγή πρόσωπο.

Όπως και στα προηγούμενα παιχνίδια, έτσι και το Little Hope φέρει πολλαπλά φινάλε και διαφορετικές επιλογές στους διαλόγους. Το γνωστό πλέον σύστημα του Butterfly Effect όπου κάθε απόφαση και επιλογή που κάνουμε έχει άμεσο ή μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην έκβαση του σεναρίου, στις σχέσεις με τους χαρακτήρες, καθώς και στην επιβίωσή τους, βρίσκει κι εδώ την ίδια ακριβώς εφαρμογή. Ομοίως, θα πρέπει να επιλέξετε σοφά τις πράξεις και τα λόγια σας, γιατί με το που κάνετε την επιλογή σας, το παιχνίδι σώνει αυτόματα και δεν αφήνει να γυρίσετε πίσω σε κάποιο checkpoint για να αλλάξετε κάτι. Ομοίως, όπως και στο προηγούμενο κεφάλαιο, υπάρχει περίπτωση να επιβιώσουν όλοι, κάποιοι ή και κανένας.

Επίσης, τα hints που είχαμε δει στο Until Dawn υπό τη μορφή των totems ή των πινάκων στο Man of Medan που προμηνύουν πιθανές προβλέψεις για το μέλλον που μπορεί να συμβούν ή να αποτραπούν, κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους με την μορφή φωτογραφιών. Η αποκρυπτογράφηση βέβαια του συμβάντος που δείχνουν δεν είναι ποτέ φυσικά ξεκάθαρη, παρά μόνο όταν είναι ήδη αργά. Επιπλέον, όσοι είναι του «διαβάσματος» υπάρχουν αρκετά διάσπαρτα collectables όπως αποκόμματα εφημερίδας και σημειώσεων που αφορούν τη μοίρα της πόλης και των κατοίκων της προσθέτοντας στο γενικό lore.

Ως προς το gameplay δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Τα QTEs έχουν ξανά την τιμητική τους. Λαμβάνοντας ωστόσο τα παράπονα των παικτών στο Man of Medan, το στούντιο φρόντισε το παιχνίδι να προειδοποιεί τώρα τους παίκτες πριν εμφανιστούν, ώστε να είναι έτοιμοι να πατήσουν τα κουμπιά στην οθόνη τους. Κάποια είναι πιο αργά, κάποια πιο γρήγορα και κάποια όπως σε έντονες σκηνές δράσεις απαιτούν ταχύτατα αντανακλαστικά. Το πέναλτι αν δεν προλάβετε να πατήσετε εγκαίρως το ανάλογο κουμπί δεν είναι συνήθως πολύ μεγάλο.

Ωστόσο, αν χάσετε συνεχόμενα κάποια, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για τον χαρακτήρα σας και την εξέλιξή του. Μια αξιοσημείωτη επίσης αλλαγή είναι η μερική κατάργηση της fixed κάμερας, η οποία έχει δώσει πλέον τη θέση της σε μια πιο action, επιτρέποντας στον παίκτη να τη γυρίσει με τον δεξί αναλογικό μοχλό γύρω από τον χαρακτήρα του, ώστε να δει τι συμβαίνει ή να εξερευνήσει το περιβάλλον. Η κίνηση του χαρακτήρα είναι πιο γρήγορη αυτή τη φορά, όμως συνεχίζει να έχει την ίδια μικρή ενοχλητική καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να κουτουλάω ξανά σε τοίχους, πόρτες ή να βρίσκω σε εμπόδια στο περιβάλλον.

Εκτός βέβαια του single player, τα δυο multiplayer modes που γνωρίσαμε στο πρώτο κεφάλαιο, επιστρέφουν ξανά. Ο λόγος φυσικά γίνεται για το Shared Story και Movie Night Mode. Στο μεν Shared Story Mode, ο παίκτης μπορεί να παίξει ταυτόχρονα co-op την ιστορία με έναν ακόμα φίλο του online, έχοντας τη δυνατότητα να εξερευνήσουν από κοινού τον κόσμο του παιχνιδιού και να πάρουν αποφάσεις, οι οποίες θα επηρεάσουν την έκβαση της ιστορίας και των χαρακτήρων. Αυτό όμως που κάνει το συγκεκριμένο mode να ξεχωρίσει προσθέτοντας στο replayability, είναι ότι μπορούν να παίξουν single-player σκηνές υπό διαφορετική προοπτική, που δεν θα τις δει κάποιος αν παίξει μόνος του.

Με τον τρόπο αυτό, οι πράξεις που θα κάνει και οι αποφάσεις που θα πάρει ο ένας, έχουν άμεσες συνέπειες στην ιστορία του άλλου, δίνοντας την ευκαιρία να ανακαλύψουν νέες πληροφορίες, περιοχές και μυστικά που θα σφραγίσουν τη μοίρα των πρωταγωνιστών. Από την άλλη, το Movie Night Mode έχει πιο παρεΐστικο χαρακτήρα. Πέντε παίκτες μπορούν να παίξουν τοπικά με ένα χειριστήριο, επιλέγοντας ο κάθε ένας τον χαρακτήρα που θέλει. Κάθε φορά που έρχεται η σειρά του χαρακτήρα που ενσαρκώνει στο παιχνίδι, ο εκάστοτε παίκτης καλείται να πάρει αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την έκβαση της ιστορίας. Στο τέλος του playthrough, οι πράξεις και επιλογές τους θα κριθούν ξεχωριστά για τον καθένα με ανάλογα rewards και achievements.

Τα γραφικά του παιχνιδιού και τα facial animations διατηρούν την ίδια υψηλή ποιότητα, όντας εκθαμβωτικά, λεπτομερέστατα και αρκετά αληθοφανή, αφήνοντας πίσω ευτυχώς τις υπερβολές στις εκφράσεις που σε σημεία φλέρταραν με τη γελοιότητα στο προηγούμενο παιχνίδι. Ο ηχητικός τομέας κινείται σε αρκετά ικανοποιητικά μονοπάτια, προσδίδοντας το αίσθημα του τρόμου και της αγωνίας εκεί που πρέπει χωρίς να υπερβάλει ιδιαίτερα, αφήνοντας όταν πρέπει χώρο στην ατμόσφαιρα ή τη σιωπή να λάβει δράση. Τεχνικά, τουλάχιστον στην PS4 Pro έκδοση που έπαιξα, δεν αντιμετώπισα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα πέρα από κάποια ανεπαίσθητα frame drops και ελάχιστα glitches, που φυσικά σε καμιά περίπτωση δε στέκονται ικανά να επηρεάσουν αρνητικά την εμπειρία.

Πηγή