Η Κραυγή του Νορβηγού Έντβαρτ Μουνκ είναι μία σειρά από εξπρεσιονιστικούς ζωγραφικούς πίνακες, που απεικονίζουν μια αγωνιούσα μορφή με φόντο έναν ουρανό σε χρώμα κόκκινο του αίματος.
Η μορφή αυτή βρίσκεται σε μια στιγμή ψυχικής συμφοράς που πολλοί θεωρούν ότι συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου. Πρόκειται για μία από τις πιο ενοχλητικές και τρομερές εικόνες στην ιστορία της Μοντέρνας Τέχνης.
Το τοπίο στο υπόβαθρο είναι το Οσλοφγιόρντ, όπως αυτό φαίνεται από το λόφο του Έκεμπεργκ στο Όσλο της Νορβηγίας.
Ειδικοί έχουν προσπαθήσει εδώ και πολλά χρόνια να αποκωδικοποιήσουν τον πίνακα, όμως μόλις το 2004, Αμερικανοί αστρονόμοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Μούνκ είχε ζωγραφίσει έναν ουρανό με έντονο χρώμα λόγω της ηφαιστειακής έκρηξης του Krakatoa του 1883.
Στις 24 Απριλίου ωστόσο, επιστήμονες που μελέτησαν όχι μόνο την Κραυγή, αλλά και τα καιρικά φαινόμενα, κατέληξαν στο γεγονός ότι η έμπνευση του Νορβηγού ζωγράφου ήρθε από τα σπάνια σύννεφα που σχηματίζονται σε κρύα μέρη με μεγάλο υψόμετρο.
Τα αποτελέσματα, που παρουσιάστηκαν στη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών στη Βιέννη, συνηγορούν στο ότι ο πίνακας δείχνει τα σπάνια σύννεφα «μαργαριτάρια» πάνω από το Όσλο.
Μια ηφαιστειακή έκρηξη δεν αποδίδει τη “κυρτότητα” των σύννεφων του Μουνκ, δήλωσε στους δημοσιογράφους στη Βιέννη η Έλεν Μουρί, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.
Επιπλέον, τα έντονα ηλιοβασιλέματα παραμένουν για αρκετά χρόνια μετά από μία ηφαιστειακή έκρηξη. Τα σύννεφα αυτά απαιτούν ασυνήθιστες συνθήκες για να σχηματίσουν – πολύ χαμηλές θερμοκρασίες στην ατμόσφαιρα, σε ζώνη μεγάλου υψομέτρου περίπου 20-30 χιλιομέτρων και τείνουν να εμφανίζονται σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη το χειμώνα.
O Eντβαρντ Μουνκ
Επειδή είναι “λεπτά”, αυτά τα σύννεφα δεν είναι ορατά κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά πριν την ανατολή ή μετά το ηλιοβασίλεμα.
“Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν σύννεφα «μαργαριτάρια» στην περιοχή του Όσλο στα τέλη του 19ου αιώνα”, δήλωσε η Μουρί.
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την ένδειξη Νίκαια 22.01.1892, ο Μουνκ περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα:
«Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δυο φίλους, ο ήλιος έπεφτε, και ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα. Σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη. Αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη. Οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία. Κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση.