Μη εναρμονισμένη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία παραμένει η διάταξη για τη μείωση της βάσης επιβολής του ΦΠΑ σε περίπτωση ολικής ή μερικής μη αποπληρωμής του τιμήματος, τρία έτη μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να μειώσουν το ποσό επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος μόνο σε περίπτωση που η απαίτησή τους καταστεί οριστικώς ή μερικώς ανείσπρακτη λόγω θέσεως επιχείρησης σε ειδική εκκαθάριση των άρθρων 46 και 46α του Ν. 1892/1990. Ωστόσο, η εν λόγω διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης έχει πια καταργηθεί.
Επιπλέον, με την απόφαση 355/2019 του ΣτΕ κρίθηκε, στο πλαίσιο πρότυπης δίκης, ότι η παραπάνω διάταξη αντιβαίνει στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης καθώς το δικαίωμα αυτό πρέπει να παρέχεται στις επιχειρήσεις σε κάθε περίπτωση υπαγωγής του αντισυμβαλλομένου σε συλλογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο των οποίων διαγράφονται απαιτήσεις, όπως είναι η πτώχευση και η εξυγίανση.
Κι αυτό διότι, με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου της Ενωσης, η φορολογική αρχή δεν μπορεί να εισπράξει ΦΠΑ επί ποσού μεγαλύτερου από εκείνο που εισπράττει εν τέλει πράγματι η ίδια η επιχείρηση. Ωστόσο, παρά τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης από τις αρχές του 2019 και ενώ έχει ήδη εκδοθεί σημαντικός αριθμός σχετικών αποφάσεων από τα διοικητικά δικαστήρια και από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, η επίμαχη διάταξη δεν έχει τροποποιηθεί.
Έτσι, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμά τους, οι φορολογούμενοι αναγκάζονται κατά κανόνα να προσφεύγουν δικαστικά, με αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη συμφόρηση των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η ασάφεια που υπάρχει αναφορικά με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης δεν προάγουν την ασφάλεια δικαίου και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των διοικούμενων στη φορολογική διοίκηση.