Με αφορμή την καθημερινή σειρά του Alpha, «Παράδεισος των κυριών» παραχώρησε συνέντευξη ο Βαγγέλης Αλεξανδρής στο περιοδικό «7 Μέρες Tv» και τον δημοσιογράφο Γιάννη Βίτσα. Ο γνωστός ηθοποιός αναφέρθηκε μέσα σε όλα στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του εξηγώντας τον τρόπο με τον οποίο ανταπεξήλθε σε αυτήν.
- Πέρασες δυσκολίες, είτε οικονομικές είτε σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων αυτά τα 20 χρόνια που ασκείς το επάγγελμα του ηθοποιού; Έφτασες σε οριακό σημείο;
Νομίζω ότι όλοι οι καλλιτέχνες σε κάποια στιγμή της καριέρας τους αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Ακόμα μκαι εκείνοι που βγαίνοντας από τη σχολή κάνουν τη μεγάλη επιτυχία, θα περάσουν φάσεις στη ζωή τους που δεν θα είναι και τόσο καλά.
- Ποιες είναι οι κυριότερες δυσκολίες που αντιμετώπισες;
Σίγουρα, μια πολύ μεγάλη δυσκολία είναι όταν κάνεις μόνο θέατρο και αυτό είναι για μια σεζόν. Δηλαδή, για κάποιους μήνες και εσύ καλείσαι να τη βγάλεις τους επόμενους. Η πιο περίεργη φάση της ζωής μου ήταν το 2011 με την κρίση. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έφυγα σεζόν στη Σέριφο και δούλεψα ως μπάρμαν. Κάτι που δεν είχα ξανακάνει. Μετά όμως γύρισα πίσω και συνέγραψα με τον Μάκη Παπαδημητράτο τα «εφτά μπισκότα», το πρώτο μου θεατρικό έργο, οπότε εκεί ρέφαρα την παρτίδα.
- Άρα, καταλαβαίνω ότι είχες φτάσει σε οριακές συνθήκες οικονομικά…
Ναι, μου χρωστούσαν πολλές εταιρείες και ποτέ δεν μου έδωσαν αυτά τα λεφτά. Άρχισαν να «βαρούν κανόνια» και από εκεί που ήταν να πάρω ένα σεβαστό ποσό, τελικά δεν πήρα τίποτα.
- Ήταν μεγάλο το ποσό;
Για τα δικά μου οικονομικά δεδομένα ήταν πολύ μεγάλο. Ήταν 20.000 ευρώ και ήταν το 2011.
- Πως επιβίωσες τότε;
Ευτυχώς, είχα κάνει μια δυο ταινίες εκείνο το καλοκαίρι από τις οποίες πήρα τα μισά λεφτά, μετά έτρεχα για το «Ψυχώσεις» που κάναμε με τον Σωτήρη Χατζάκη και κάτι άλλο που έκανα τις Τετάρτες στο Altamira, όπου κρατούσα το μπαράκι. Οπότε την έβγαζα τσίμα – τσίμα, ίσα που να πληρώνουμε τα ενοίκια. Τα βασικά έξοδα. Στο μεταξύ, περίμενα ότι θα πάρω τα λεφτά μου τα οποίοα όμως δεν τα πήρα ποτέ. Και έτσι πια έφτασε άνοιξη, άρχισα να χρωστάω ενοίκια οπότε έφυγα για Σέριφο. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος που τότε με πήρε να δουλέψω στο μπαρ του.