Υπάρχει ένας προβληματισμός ανάμεσα σε ορισμένους θεωρητικούς του κινηματογράφου που θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της “(άντι)πολεμικής ταινίας”. Σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, από την στιγμή που επεμβαίνεις στυλιστικά στην απεικόνισης της βίας, ακόμα και στη μεγαλύτερη φρικαλαιότητα, θα υπάρχει ένα αισθητικό φορτίο που την καθιστά “ωραία”. Ένα τρανό παράδειγμα που μου έρχεται πάντα στο νου, χωρίς να συμφωνώ ή να διαφωνώ με τη σκέψη τους, είναι η αριστουργηματική εισαγωγή του “Η διάσωση του στρατιώτη Ryan” του Spielberg, η οποία παρά το περιεχόμενο της, είναι τόσο άρτια κινηματογραφικά και τεχνικά πλασμένη που σου προκαλεί μια κάποια ευχαρίστηση.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ένας φίλος μου, 15 χρονών τότε, του άρεσε τόσο πολύ η ταινία που πρέπει να την είδε τουλάχιστον 10 φορές σε διάστημα ενός έτους, ενώ φαντάζομαι, ακόμα και τώρα, θα την παρακολουθούσε με την ίδια όρεξη. Για μια ταινία που απεικονίζει τον εφιάλτη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, δεν το λες και επιτυχία. Παρόμοιες σκέψεις, πέρασαν από το μυαλό μου όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το Valiant Hearts. Αρχίζει το παιχνίδι και θαυμάζεις σχεδόν τα πάντα πάνω του. Η comic αισθητική του, η πάντα εύστοχη επιλογή των χρωμάτων που δημιουργούν φανταστικές εικόνες, οι συμπαθέστατοι αλλά ανέκφραστοι χαρακτήρες του, η υπέροχη μουσική επένδυση, το ομαλό animation. Όλα είναι πανέμορφα. Και μετά διαβάζεις τις διάφορες ιστορικές πληροφορίες, που πολύ εύστοχα και περιεκτικά σου παρέχει το παιχνίδι, για τη φρίκη του Α’ παγκοσμίου πολέμου και δε μπορείς να το συνδέσεις με αυτό που οι αισθήσεις σου δέχονται με τόση απόλαυση. Αναρωτιέσαι αν αυτή η αισθητική επιλογή ταιριάζει σε μια ιστορία που έχει διαποτιστεί με τόσα ρεαλιστικά στοιχεία.
Ο πόλεμος πρέπει να ήταν κόλαση –αυτό διαβάζω- και γω απολαμβάνω την σύνθεση της εικόνας και… ψυχαγωγούμαι –κοινώς, δεν το νιώθω πουθενά-. Δεν μου δημιουργείται ούτε ένα αρνητικό συναίσθημα. Ελάχιστη αγωνία ίσως αλλά μέχρι εκεί. Το σενάριο του είναι βασισμένο –πολύ ελεύθερα- σε πραγματικά γεγονότα και το πλήθος των ιστορικών του πληροφοριών μπορούν κάλλιστα να το κατατάξουν στην ιστορική μυθοπλασία.
Ο πόλεμος πρέπει να ήταν κόλαση –αυτό διαβάζω- και εγώ απολαμβάνω τη σύνθεση της εικόνας και…ψυχαγωγούμαι –κοινώς, δεν το νιώθω πουθενά.
Και παρόλα αυτά, έρχεται και η εισαγωγή του Baron Von Dorf, του επικεφαλή των γερμανικών δυνάμεων που μοιάζει με κακό βγαλμένο από τα παιδικά της πρωινής ζώνης, με υπερφίαλη απληστία, ματαιοδοξία και σατανικό γέλιο. Μια υπερβολική, απάνθρωπη καρικατούρα που κατά την άποψή μου έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο του παιχνιδιού.
Ευτυχώς αυτό είναι μόνο το πρώτο κεφάλαιο. Με την πάροδο του χρόνου η παρουσία του υποβαθμίζεται, ο τίτλος εξελίσσει τις σχέσεις των χαρακτήρων, “βαραίνει” μεθοδικά την ατμόσφαιρα για να καταλήξει σε ένα σκοτεινό, “ενοχλητικό” αλλά και συγκινητικό φινάλε που κάνει όλη την πορεία να φαίνεται ίσως και καλύτερη απ’ ότι είναι.
Η πλοκή του εναλλάσσεται μεταξύ των τεσσάρων χαρακτήρων με καλό ρυθμό και αν εξαιρέσω κάποιες χτυπητές σεναριακές ευκολίες με τη μορφή συμπτώσεων, το αποτέλεσμα φαίνεται συμπαγές και δεμένο.
Η πλοκή του εναλλάσσεται μεταξύ των τεσσάρων χαρακτήρων με καλό ρυθμό και αν εξαιρέσω κάποιες χτυπητές σεναριακές ευκολίες με τη μορφή συμπτώσεων, το αποτέλεσμα φαίνεται συμπαγές και δεμένο. Είναι μια παραδοσιακή ιστορία για την ματαιότητα και την παράνοια του πολέμου, για τη δύναμη της φιλίας και της αγάπης αλλά και της ίδιας της ανθρωπιάς εν μέσω μιας εκ των μεγαλύτερων “κηλίδων” της σύγχρονης ιστορίας. Η ιστορία βέβαια παίρνει τη δύναμη της από τον τρόπο που την αφηγείται το παιχνίδι αλλά και το τεράστιο μεράκι με το οποίο έχει δημιουργηθεί το κάθε του εκατοστό. Στον οπτικοακουστικό τομέα, για ακόμα ένα παιχνίδι βασισμένο στην UbiArt, το αποτέλεσμα είναι αψεγάδιαστο.
Έξυπνη ιδέα και η ύπαρξη ημερολογίων στα οποία οι χαρακτήρες γράφουν τις σκέψεις τους μετά από κάθε γεγονός. Ακόμα και αν συνήθως λένε απλά τα προφανή, τους χαρίζει μια πιο ανθρώπινη διάσταση που ένιωθα πως την είχαν ανάγκη λόγω του ανέκφραστου προσώπου τους. Και κάπου εδώ συνειδητοποιώ πως δεν έχω αναφερθεί καθόλου στο gameplay του τίτλου. Αυτός ο αυθορμητισμός όμως, που μ’ έφερε μέχρι εδώ χωρίς να γράψω λέξη για το “παικτικό” κομμάτι του Valiant Hearts, μόνο τυχαίος δεν είναι.
Είναι προφανές πως ο τίτλος είναι προσανατολισμένος στην αφήγηση. Θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία σε ένα ιστορικό πλαίσιο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Και είτε, η πανέμορφη “ελαφρότητα” της αρχής του –και όχι μόνο- σε αποξενώσει από τα πραγματικά του θέματα πολύ, λίγο ή και καθόλου, στην τελική νομίζω κρίνεται επιτυχημένη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το gameplay είναι αμελητέο ή ασήμαντο.
Πρόκειται για ένα συμπαθέστατο puzzle adventure στο μεγαλύτερο μέρος του οποίου εξερευνούσα, έψαχνα αντικείμενα και τα χρησιμοποιούσα για την επίλυση βατών γρίφων. Ο σχεδιασμός των γρίφων ορισμένες φορές ξεφεύγει από το αφηγηματικό πλαίσιο –διακόπτες ακόμα και στη μέση σπιτιών- και δε δένει πάντα αρμονικά με τα περιβάλλοντα αλλά όλοι διέπονται από κοινή λογική. Το βασικό αυτό gameplay “σπάει” με ορισμένα κομμάτια σε arcade ύφος: quick time events, αποφυγή εμποδίων και ελάχιστο shooting, τα οποία στις 5-6 ώρες που διαρκεί ο τίτλος δεν προλαβαίνουν να γίνουν κουραστικά, ενώ, χαρίζουν μια καλύτερη ροή και ρυθμό στο παιχνίδι. Τα γνωστά collectables κάνουν και εδώ την εμφάνιση τους ωστόσο, τα “διασώζουν” τα ιστορικά γεγονότα που τα συνοδεύουν, δίνοντας πιο ολοκληρωμένα στο σύνολο, μια πτυχή ιστορικής ακεραιότητας και γιατί όχι, ενημέρωσης και εκμάθησης.