Π ίσω από κάθε πετυχημένο άνδρα κρύβεται μια έξυπνη γυναίκα και πίσω από κάθε διάσημο rock star κρύβεται ένας δαιμόνιος gay! Στις μέρες μας αυτό δεν αποτελεί είδηση και μάλλον δεν εντυπωσιάζει κανέναν.
Πριν από μερικά χρόνια όμως -που αν δεν υπήρχε στη μέση η αχλύς της νοσταλγίας θα βλέπαμε όλοι πόσο πέτρινα ήταν- το να παραδεχτεί κανείς δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος ισοδυναμούσε με καταδίκη σε λιθοβολισμό.
«Αφού δεν αναπαράγονται, πώς πολλαπλασιάζονται;» αναρωτιόταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος σε μια παλιά ελληνική ταινία, αναφερόμενος συνωμοτικά στους ομοφυλόφιλους. Σήμερα, γνωρίζουμε όλοι την απάντηση. Οι gay δεν ήταν ποτέ λιγότεροι. Βρισκόντουσαν πάντα ανάμεσά μας, αναγκασμένοι να παίζουν ένα ψυχοφθόρο κρυφτούλι, την ίδια ώρα που συνήθως μεγαλουργούσαν, δανείζοντας απλόχερα την ιδιοφυία τους για να χτιστούν οι μυθικές καριέρες κάποιων άλλων.
Γράφει η Αντιγόνη Τζοβάρα
Αυτά τα δανεικά έρχεται να τα επιστρέψει τώρα ο Darryl W. Bullock συστήνοντάς μας τη λεγόμενη «Velvet Mafia», που διαμόρφωσε τη μουσική της δεκαετίας του ’60, φέρνοντας ουσιαστικά μια κοινωνική επανάσταση.
Μέσα από μια σειρά συνεντεύξεων και σύγχρονων καταγραφών που συγκέντρωσε στο βιβλίο του «The Velvet Mafia: The Gay Men Who Ran The Swinging Sixties», ο Bullock στρέφει τους προβολείς σε ορισμένες μέχρι πρότινος σκιώδεις προσωπικότητες, όπως ήταν ο ιμπρεσάριος Larry Parnes, ο manager των Beatles Brian Epstein, ο τραγουδοποιός Lionel Bart, ο παραγωγός δίσκων Joe Meek, ο manager των Bee Gees και των Cream Robert Stigwood, ο Kit Lambert των το Who, ο Billy Gaff που «έφτιαξε» τον Rod Stewart, ο Ken Pitt που ήταν πίσω από τον David Bowie, ο Barry Krost στη σκιά του Cat Stevens, αλλά και ο Tony Stratton-Smith που οραματίστηκε το label Charisma για συγκροτήματα όπως οι Genesis.
Μέσα από τα έργα και τις ημέρες αυτών των ανθρώπων βλέπουμε πώς μια -πρώιμη τότε- ΛΟΑΤ κοινότητα επαγγελματιών δραστηριοποιούνταν υπόγεια στην καρδιά της μουσικής βιομηχανίας, διαφυλάσσοντας ένα μεγάλο κοινό μυστικό, που έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί, γιατί η αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας ήταν τότε το Νο 1 όπλο για τη δολοφονία χαρακτήρων.
Όπως λέει ο συγγραφέας του βιβλίου «είναι απίστευτα σημαντικό να καταλάβει ο κόσμος ότι οι ομοφυλόφιλοι δεν αποτέλεσαν απλώς ένα μέρος αυτού που δημιούργησε τη ροκ κουλτούρα που απολαμβάνουμε σήμερα. Υπήρξαν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτό. Ήταν οι άνθρωποι που πήγαν τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα. Εκείνοι που αναζητούσαν το ‘next big thing’ για να ξεκινήσουν μια πολιτιστική επανάσταση».
Την ίδια στιγμή, αυτοί οι άνθρωποι που διέθεταν πλούτο, δύναμη και επιρροή, αντιμετώπιζαν τις οδυνηρές συνέπειες της ομοφυλοφιλίας τους, που ήταν απαγορευμένη δια νόμου. Υπέστησαν συλλήψεις, εκβιασμούς, βία και διαπόμπευση από το κοινό.
«Θα μπορούσες να καταλήξεις στη φυλακή αν έπιανες το χέρι ενός άλλου άντρα», αναφέρει ο Bullock και επισημαίνει ότι «η σημερινή γενιά δεν έχει εμπειρία τέτοιου είδους ζωής». Γι’ αυτό και στην αφήγηση του βιβλίου του ο θρίαμβος εναλλάσσεται με την τραγωδία. «Ήταν κανονικοί άνθρωποι που ζούσαν σε μια εποχή όπου “μάτωνες” αν ήσουν ομοφυλόφιλος. Δεν μπορούσαν να είναι ανοιχτοί».
Φυσικά και δεν υπήρχαν μόνο άντρες ομοφυλόφιλοι στη μουσική σκηνή εκείνη την εποχή. Υπήρχαν και γυναίκες, όπως η Vicki Wickham, που ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το τηλεοπτικό σόου «Ready Steady Go» και αργότερα διετέλεσε manager των Dusty Springfield και LaBelle. Ωστόσο, στο βιβλίο του ο Bullock επικεντρώνεται στους άντρες, διότι «έτσι ήταν τότε τα πράγματα. Ήταν μια εποχή που οι γυναίκες έπρεπε να μένουν στο σπίτι και να μεγαλώνουν παιδιά».
Ως αρχηγό αυτή της ιδιότυπης μαφίας ο συγγραφέας κατονομάζει τον Larry Parnes, τον άνθρωπο από τον οποίο ξεκίνησαν όλα και ο οποίος είχε μια περίπλοκη σχέση με τους star που ανακάλυψε. Από τη μία ήταν αφοσιωμένος με περισσή φροντίδα στη γαλούχησή τους καλλιτεχνικά και εμπορικά και, από την άλλη, τους εκμεταλλευόταν οικονομικά, ενίοτε και σεξουαλικά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε επιχειρήσει να κοιμηθεί μαζί τους, ακόμα κι αν ήταν ανήλικοι. «Βεβαίως, τύποι σαν τον Larry (Parnes), τον Brian (Epstein) και τον Robert Stigwood το επιχειρούσαν αυτό. Οπωσδήποτε υπήρχε και αυτή η αμφιλεγόμενη πτυχή τους», λέει ο Bullock.
Ωστόσο, τουλάχιστον ο Parnes ήξερε να δέχεται την απόρριψη και όταν ένας καλλιτέχνης του έλεγε «όχι», «τελείωνε εκεί η ιστορία», διαβεβαιώνει ο συγγραφέας. Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι ο πρωταρχικός στόχος του Parnes δεν ήταν το σεξ, αλλά το χρήμα. Ο ίδιος έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη των star, αλλά «ανεξάρτητα από το πόσα έπαιρνε, ήξεραν κι αυτοί ότι τα άξιζε. Τους έδινε καριέρες για μια ολόκληρη ζωή», λέει ο Bullock. Στους manager τους όφειλαν ουσιαστικά οι μουσικοί την αυτοπεποίθηση και την αυτογνωσία τους ως καλλιτέχνες –κάποιες φορές, μάλιστα, ακόμα και την έμπνευσή τους, αφού τους κατηύθυναν προς ένα δημιουργικό αποτέλεσμα με τις πολύτιμες γνώσεις τους.
Οι πρώτοι φανατικοί θαυμαστές των μετέπειτα star ήταν οι manager τους, διαμορφώνοντας έτσι μια μοναδικά συμπαγή δυναμική. «Γιατί να γίνεις pop star εν πρώτοις, αν δεν θέλεις να γίνεις είδωλο;», επισημαίνει ο Bullock για να καταδείξει ότι «εκείνοι οι manager έκαναν το καλύτερο για σένα, προκειμένου να φτάσεις το μέγιστο της απόδοσης σου. Το ότι επίσης τους άρεσες εμπεριείχε και λίγο ενθουσιασμό. Έδινε στους star μια κάποια αίσθηση ότι ελέγχουν την κατάσταση. Ήταν σχεδόν σαν σεξουαλική σχέση, χωρίς να γίνεται σεξ».
Αν και το βιβλίο δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα στις πολιτιστικές και ψυχολογικές προεκτάσεις των σχέσεων μεταξύ εκείνων των gay ανδρών με straight άνδρες, παρά μόνο επικεντρώνεται στις ζωές των manager, είναι προφανές ότι ο ριψοκίνδυνος τρόπος ζωής τους φάνταζε συναρπαστικός στα μάτια των καλλιτεχνών για τους οποίους δούλευαν.
Στην πραγματικότητα, οι gay manager της εποχής ήταν πολύ πιο επαναστάτες από τους ίδιους τους star και ίσως ακόμα πιο ροκ, με τον τρόπο που είχαν επιλέξει να ζήσουν σε μια τόσο κομφορμιστική κοινωνία. Ορισμένοι δε, εκτός από gay ήταν και Εβραίοι.
«Θα πρέπει να ήταν πολύ σκληρό να αντιμετωπίζεις ζητήματα που αφορούν στις θρησκευτικές σου πεποιθήσεις και στη σεξουαλική σου ταυτότητα», διαπιστώνει ο Bullock και αναφέρει ως χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Brian Epstein, «που πάλεψε πολύ με όλα αυτά». Ο Epstein δεν ήταν μόνο gay και Εβραίος, αλλά επίσης ένα υπερβολικά αυτοκαταστροφικό άτομο, με εξάρτηση από τα ναρκωτικά και την τάση να έλκεται από άνδρες που θα του έκαναν το μεγαλύτερο κακό.
Όλα αυτά έχουν αναφερθεί ακροθιγώς και σε προγενέστερα βιβλία που έχουν γραφτεί για τους Beatles. Έχει γραφτεί και παλαιότερα ότι ο Epstein ξυλοκοπήθηκε κι εκβιάστηκε από άνδρες με τους οποίους συνδεόταν ερωτικά. «Ο Brian (Epstein) δεν ήταν καθόλου επιφυλακτικός για το είδος των ανθρώπων που έβαζε μέσα στο σπίτι του», επιβεβαιώνει ο Bullock και αιτιολογεί αυτή την ανεύθυνη συμπεριφορά λέγοντας: «Όταν βγάζεις λεφτά, σε αποθεώνουν τα media, εισπράττεις πνευματικά δικαιώματα, πιθανότατα νιώθεις άτρωτος».
Ακόμα και σε μια τόσο συντηρητική εποχή, ομοφυλόφιλοι όπως ο Epstein και άλλοι managers μπορούσαν να διαφυλάξουν την προσωπική τους ζωή, κινούμενοι σε κλειστούς καλλιτεχνικούς κύκλους με privé δραστηριότητες. Ήταν, ωστόσο, υποχρεωμένοι να ασκούνται διαρκώς στη διακριτικότητα για τη διαφύλαξη της δημόσιας εικόνα τους. Κατά τραγική ειρωνεία, ακόμα και όταν, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η νομοθεσία άλλαξε υπέρ τους, σύμφωνα με τον Bullock, «οι επιθέσεις εναντίον τους άρχισαν να γίνονται πολύ περισσότερες».
Οι συνέπειες, σε πολλές περιπτώσεις, μπορούσαν να αποβούν τραγικές. Όπως συνέβη με τον Joe Meek που συνελήφθη να κάνει σεξ με έναν άλλο άνδρα σε δημόσιες τουαλέτες και βγήκε “στα μανταλάκια” με πηχυαίους τίτλους, ο οποίοι, κατά την άποψη του Bullock «τον οδήγησαν στην αυτοκτονία».
Πολλά από τα μέλη της «Velvet mafia» είχαν παρόμοιο άδοξο τέλος. Ο Brian Epstein πέθανε από τυχαία υπερβολική δόση ναρκωτικών το 1967. Ο Kit Lambert, που ήταν αλκοολικός από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, πέθανε δέκα χρόνια αργότερα από εγκεφαλική αιμορραγία, όταν ξυλοκοπήθηκε άγρια από έναν έμπορο ναρκωτικών.
Όλοι αυτοί οι άνδρες, που ακροβατούσαν επικίνδυνα ανάμεσα στον κόσμο και τον υπόκοσμο εξαιτίας της «βελούδινης» ιδιαιτερότητάς τους, ήταν εκείνοι που έφεραν την αληθινή επανάσταση στην κοινωνία, συμβάλλοντας, μέσα από τη μουσική, στη διαμόρφωση μιας κουλτούρας που μπορεί πλέον σήμερα να αποδέχεται με μεγαλύτερη ευρύτητα τις ποικίλες εκδοχές της σεξουαλικότητας.
Η συνεισφορά τους υπήρξε εξαιρετικά σημαντική «στην αλλαγή των ταμπού», λέει ο συγγραφέας του βιβλίου και καυτηριάζει το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα οι ιστορίες τους «ξεπλένονται» με straight επιφάσεις για να καταλήξει: «Θέλω ο κόσμος να μάθει τις ιστορίες τους, για να τους πιστωθεί πλήρως αυτό που έκαναν».