Ο αμερικανός καλαθοσφαιριστής Μάικλ Τζόρνταν θεωρείται ο πιο ολοκληρωμένος παίκτης που ανέδειξε το άθλημα με την πορτοκαλί μπάλα και για την πλειονότητα των ειδικών ο κορυφαίος. Στις δύο περιόδους που αγωνίστηκε στο ΝΒΑ με τους Σικάγο Μπουλς οδήγησε την ομάδα του στην κατάκτηση έξι πρωταθλημάτων (1991-1993 και 1996-1998), τα μοναδικά της ιστορίας της. Με την Ολυμπιακή Ομάδα των ΗΠΑ κατέκτησε δύο χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες και το 1992 στην Βαρκελώνη.
Ένας από τους μεγαλύτερους αντιπάλους του, ο Λάρι Μπερντ, θα παραδεχτεί ότι «ο Τζόρνταν είναι ο Θεός μεταμφιεσμένος σε παίκτη τον μπάσκετ », ενώ ο Τζον Πάξον θα ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο καλύτερος που πάτησε ποτέ το παρκέ του μπάσκετ: «Ο Μάτζικ Τζόνσον είναι ο καλύτερος παίκτης που αγωνίστηκε πάνω στη γη, αλλά ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο καλύτερος παίκτης που αγωνίστηκε στον αέρα».
Με ύψος 1.98μ. αγωνιζόταν στην θέση του γκαρντ και διακρίθηκε τόσο ως σκόρερ και πασέρ όσο και ως αμυντικός. Το παρατσούκλι που τον συνόδευε ήταν «Αιρ Τζόρνταν» εξαιτίας της μοναδικής του ικανότητας να πραγματοποιεί μεγάλα άλματα και ακροβατικούς ελιγμούς κοντά στο καλάθι. Η δημοτικότητα του έφτασε στα ύψη όσο λίγων ανθρώπων του θεάματος, ενώ και σήμερα απολαμβάνει το γενικού σεβασμού από την παγκόσμια αθλητική κοινότητα.
Ο Μάικλ Τζέφρι Τζόρνταν γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1963 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, από μια οικογένεια που είχε το μπάσκετ στο αίμα της. Μεγάλωσε στο Γουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας και από τα μαθητικά του χρόνια έδειξε τις ικανότητές του στο άθλημα. Το 1981 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας και τον επόμενο χρόνο κατέκτησε το κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ με την ομάδα του πανεπιστημίου, ενώ για δυο χρονιές αναδείχθηκε «Παίκτης της Χρονιάς».
Το 1984 εντάχθηκε στους Σικάγο Μπουλς, μέσω της διαδικασίας των «ντραφτ» και στην πρώτη του χρονιά ως επαγγελματίας ονομάστηκε «Καλύτερος Νέος Παίκτης». Αφού έχασε την επόμενη σεζόν λόγω τραυματισμού επανήλθε δριμύτερος το 1986 και για τα επόμενα επτά χρόνια αναδεικνυόταν πρώτος σκόρερ στο ΝΒΑ με 33 πόντους ανά αγώνα κατά μέσο όρο. Ήταν ο δεύτερος παίκτης μετά τον Γουίλτ Τσάμπερλεν που πέρασε τους 3000 πόντους σε μια αγωνιστική περίοδο (1986-1987). Ο Τζόρνταν ονομάστηκε «Πολυτιμότερος Παίκτης» τρεις φορές (1988, 1991, 1992) και «Καλύτερος Αμυντικός Παίχτης» το 1986. Τον Οκτώβριο του 1993, αφού οδήγησε του Σικάγο Μπουλς στην κατάκτηση τριών πρωταθλημάτων (1991,1992,1993) αποφάσισε να εγκαταλείψει το μπάσκετ και να ασχοληθεί με μπέιζμπολ.
Η συναισθηματική του φόρτιση τότε ήταν έντονη, αφού είχε προηγηθεί η δολοφονία του πατέρα του. Προσπάθησε να παίξει μπέιζμπολ, στους Σικάγο Γουάιτ Σοξ, αλλά ένιωσε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στη ζωή του, όταν γύρισε ένα απόγευμα στο σπίτι του και είδε τον μεγάλο γιο του, τον Τζέφρι, να παίζει μπάσκετ με τους φίλους του. Ο μικρός υποδυόταν τον Σακίλ Ο’ Νιλ και ο Μάικλ, ζήτησε τον λόγο της επιλογής του γιου του. Αυτός του αποκρίθηκε ότι είναι ο καλύτερος παίκτης του NBA. Η απάντηση του Τζέφρι έδωσε στον Τζόρνταν να καταλάβει ότι έπρεπε να επιστρέφει στο μπάσκετ.
Τον Μάρτιο του 1995 φόρεσε εκ νέου την φανέλα των Μπουλς και οδήγησε την ομάδα του Σικάγου σε άλλους τρεις τίτλους (1996,1997,1998), προτού αποσυρθεί τον Ιανουάριο του 1999, λίγες ημέρες προτού αρχίσει η πιο ταλαιπωρημένη – λόγω του λοκ άουτ – περίοδος του NBA. Τελευταίο ματς ήταν στο Σολτ Λέικ Σίτι, στον έκτο τελικό με τους Γιούτα Τζαζ, στις 14 Ιουνίου 1998. Ο Τζόρνταν σκόραρε στα τελευταία δευτερόλεπτα και ο Μπρίον Ράσελ, που είχε αναλάβει το μαρκάρισμά του, δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το σουτ που χάρισε τον έκτο και τελευταίο τίτλο μέχρι σήμερα στην ομάδα του. Την περίοδο 1995-1996 οδήγησε τους Μπουλς σε ρεκόρ 72 νικών – 10 ηττών στην κανονική περίοδο, που καταρρίφθηκε χρόνια αργότερα, την περίοδο 2015-2016 από τους Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς. Στην δεύτερη περίοδο του στους Μπουλς, ο Μάικλ Τζόρνταν αναδείχθηκε δύο φορές «Πολυτιμότερος Παίκτης» (1996, 1998).
Όλοι πίστευαν ότι είχαν δει το τέλος του Τζόρνταν στο NBA, αλλά ο ίδιος φρόντισε για μία ακόμη φορά να τους διαψεύσει. Στην αρχή επέλεξε να δοκιμάσει για ενάμιση χρόνο την καρέκλα του προέδρου των Γουάσιγκτον Γουίζαρντς και στη συνέχεια, αφού του έλειψε η μυρωδιά των αποδυτηρίων, όπως είπε, ανακοίνωσε την επιστροφή του στο μπάσκετ ως παίχτης τους τον Σεπτέμβριο του 2001. Η επιστροφή χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους ανθρώπους του ΝΒΑ, καθώς το κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου αντιμετώπιζε μείωση του ενδιαφέροντος και πτώση της τηλεθέασης. Κάποιοι υποστήριξαν ότι στην πλάτη του παίχτηκε παιχνίδι δισεκατομμυρίων δολαρίων αλλά ο Τζόρνταν ενδιαφερόταν απλά να χαρίσει μαγικές βραδιές στο παρκέ.
Το καλοκαίρι του 2003, είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου και στην ηλικία πλέον των 40 ετών, ο Μάικλ Τζόρνταν ανακοίνωσε την οριστική του απόσυρση από τους αγωνιστικούς χώρους. Ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών ολοκλήρωσε την 20χρονη καριέρα του με 32.292 πόντους (30.12 πόντους ανά παιγνίδι κατά μέσο όρο), που παραμένει η καλύτερη επίδοση στο ΝΒΑ και 2.514 κλεψίματα, η δεύτερη καλύτερη επίδοση.
Ο Μάικλ Τζόρνταν παρέμεινε στον χώρο του μπάσκετ και στο ΝΒΑ, καθώς το 2010 απέκτησε τον πλειοψηφικό πακέτο των Σαρλότ Μπόμπκατς (σήμερα Σάρλοτ Χόρνετς). Είναι ο πρώτος παίκτης από το ΝΒΑ που έγινε ιδιοκτήτης της ομάδας.
Κατά την διάρκεια της καριέρας εκτός από τους μυθικούς μισθούς που λάμβανε, σώρευσε εκατομμύρια δολάρια από την συνεργασία του με την Nike για αθλητικά παπούτσια «Αιρ Τζόρνταν». Η περιουσία του υπολογίζεται κοντά στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια.
Το 1996 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Διαστημικά Καλάθια» («Space Jam») μαζί με δυο ήρωες των κινουμένων σχεδίων, τον Μπαγκς Μπάνι και τον Ντάφι Ντακ. Το 2016 τιμήθηκε από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», το ανώτατο παράσημο των ΗΠΑ.